- αερικός
- η , ό[ν] 1.1) относящийся к воздуху или газам; 2) хорошо проветриваемый; полный воздуха; 2. (ο ) недотрога; неженка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αερικός — και αγερικός και αρικός, ή, ό (ΑΜ ἀερικός, η, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, που τόν έχει πάρει ο αέρας 2. αυτός που έχει εκτεθεί στον αέρα για να αεριστεί 3. ευάερος, δροσερός 4. αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, αερόχρωμος,… … Dictionary of Greek
αερικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αέρα, ευάερος: Το σπίτι τους είναι πολύ αερικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αερικάτος — και αγερικάτος, η, ο [αερικός] 1. ευάερος, δροσερός 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει άνεση και χάρη στις κινήσεις του … Dictionary of Greek
αερικό — και αγερικό και αρικό, το βλ. αερικός … Dictionary of Greek
αερινάδα — η [αερικός] δροσιά, αύρα … Dictionary of Greek
υδραερικός — ή, ό, Ν ιατρ. αυτός που οφείλεται στη συνύπαρξη νερού και αέρα σε μια κοιλότητα τού σώματος («υδραερικός επικρουστικός ήχος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydroaerique (< υδρ[ο] * + αερικός < αέρας)] … Dictionary of Greek